Ιστορία

Ιστορία του Πεδινού.

Το χωριό Πεδινό βρίσκεται 40 χλµ. βόρεια της πόλης της Θεσσαλονίκης, ανήκει διοικητικά στο νοµό Κιλκίς και στον καποδιστριακό δήµο Κιλκίς. Το Πεδινό έχει 1084 κατοίκους κατα τήν απογραφη του 2001 και αποτελεί ένα από τα κεφαλοχώρια της περιοχής. Οι κάτοικοι ασχολούνται µε τη γεωργία και την αποκλειστική καλλιέργεια σιταριού, λίγοι πια, ασχολούνται µε την κτηνοτροφία, ενώ πολλοί στράφηκαν στον βιοτεχνικό τοµέα δίνοντας άλλη ώθηση στην οικονοµία του τόπου και προσφέροντας θέσεις εργασίας. Στην καταγωγή τους, οι κάτοικοι, είναι Θρακιώτες, πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Προέρχονται κυρίως από τα χωριά: Γενίκιοϊ, Αϊβαλή και Ηράκλεια αλλά υπάρχουν και οικογένειες από την Πέτρα, το Αλεπλή, το Σχολάρι, τη Βιζύη, την Πάνιδο, τη Γέννα, το Γενή-Τσιφλίκ Κ.ά.

Επίσης πρέπει να αναφέρουμε ότι υπάρχουν και λίγες οικογένειες προσφύγων από το Σαράϊ, το Ικόνιο της Μικράς Ασίας αλλά και από το Καρς του Πόντου, κ. α.

Το χωριό αρχικά ονομαζόταν Χασάν Όμπασι (δηλαδή κτήμα του Χασάν) και σαν κοινότητα αναγνωρίστηκε με την παραπάνω ονομασία το 1919. Αποτελούνταν από δύο συνοικισμούς, το Χασάν Όμπασι και το Καβακλί. Το 1927 το Χασάν Όμπασι ονομάστηκε Πεδινό και το Καβακλί, Πέρινθος. Πηγές αναφέρουν, οτι πήρε το όνομα Πεδινό γιατί στον Βαλκανικό Πόλεμο, το 1913 ( Μάχη του Κιλκίς), ήταν εγκατεστημένο στην περιοχή το πεδινό πυροβολικό.

Σύμφωνα με την απογραφή του 1920 το Πεδινό είχε 299 κατοίκους και η Πέρινθος 35. Με τη μετακίνηση, όμως, των πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή(1922) ο πληθυσμός του Πεδινού αυξήθηκε στους 752 και της Περίνθου στους 169

Ίστορια των Χωριών της Ανατολικής Θράκης.

Γενίκιοϊ

Το Γενίκιοϊ ή Κέλ Γενίκιοϊ, Δες Χάρτη ανήκε στον καζά (=επαρχία) του Μπαµπά Εσκή (ελληνικό όνοµα = Αρτίσκος, 35 χλµ. νότια των Σαράντα Εκκλησιών), που υπαγόταν στο σαντζάκι (=νοµός) των Σαράντα Εκκλησιών. Κατά τον διωγµό του 1914 καταλήφθηκε από τους Τούρκους και αναγκάστηκαν οι χριστιανοί κάτοικοί του να καταφύγουν στην Ελλάδα. Καταστράφηκε ο ναός της Κοίµησης της Θεοτόκου και το παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής.

Το Αϊβαλή

Το Αϊβαλή, Δές Χάρτη (ελληνικό όνοµα = Κύδωνες), ανήκε στον καζά του Λουλέ Μπουργκάζ (είναι η παλιά ελληνική πόλη, Αρκαδιούπολις), που υπαγόταν στο σαντζάκι των Σαράντα Εκκλησιών. Το 1912 υποχωρώντας ο τουρκικός στρατός φόνευσε πολλούς κατοίκους, καθώς και, τον 80χρονο ιερέα του χωριού, παπα-Λάζαρο. Το 1913 καταστράφηκε ο ναός του Αγίου Αθανασίου και κάηκαν όλα τα ιερά σκεύη. Το 1914 συνελήφθησαν όλοι οι πρόκριτοι, αναγκάστηκε όλο το χωριό σε εκπατρισµό και, κάτω από οδυνηρές συνθήκες, έφυγε το Μάρτιο του 1914 για την Ελλάδα. Σπίτια, έπιπλα, αγροί και όλη η περιουσία των χωρικών παραδόθηκε στους µουσουλµάνους πρόσφυγες που µεταφέρθηκαν εκεί.

Ηράκλεια

Η Ηράκλεια, Δες Χάρτη, ανήκε στον καζά της Ηράκλειας και στο σαντζάκι της Ραιδεστού. Ήταν η έδρα της Μητρόπολης Ηρακλείας. Το 1914, κατόπιν τριήµερης λεηλασίας, που διενήργησε ο υποδιοικητής Τυρολόης, εκκενώθηκε η κωµόπολη, στα µέσα Σεπτεµβρίου και οι κάτοικοι κατέφυγαν στην Ελλόδα. Το 1914 καταστράφηκαν ο πανάρχαιος ναός του Αποστόλου Ανδρέα της Μητρόπολης Ηρακλείας, που είχε σπουδαιότατη αρχαιολογική αξία, οι παλιές εικόνες του ναού και όλα τα κτήµατα που ανήκαν σ' αυτόν, σπίτια, σταύλοι κ.λ.π .

Πέτρα

Η Πέτρα, Δες Χάρτη, ανήκε στον καζά και το σαντζάκι των Σαράντα Εκκλησιών. Κατά το Μάρτιο του 1914, Τούρκοι πρόσφυγες περικύκλωσαν το χωριό και πίεζαν τους κατοίκους να φύγουν. Τον Απρίλιο, υπάλληλοι της Γεωργικής Τράπεζας έκαναν κατάσχεση τα ζώα των κατοίκων. Το Νοέµβριο του 1915 το χωριό διασκορπίστηκε. Καταστράφηκαν, εντελώς, ο ναός της Κοίµησης της Θεοτόκου και 1Ο κελιά, γύρω απ' αυτόν, ενώ λεηλατήθηκαν όλα τα αργυρά αφιερώµατα τόυ ναού. Καταστράφηκε, επίσης, το παρεκκλήσι του Αγίου Αθανασίου και ενας νερόµυλος.

Αλεπλή

Το Αλεπλή, Δες Χάρτη, ανήκε στον καζά του Μπαµπά Εσκή. Κατά τον Βαλκανικό πόλεµο κάηκαν 250 σπίτια και φονεύτηκαν από τους Τούρκους 109 χωρικοί. Πυρπολήθηκαν σιτηρά και αφαιρέθηκαν από τον τουρκικό στρατό 50 ζευγάρια βοδιών και 2.000 πρόβατα. Κατά τον διωγµό του 1914 εκδιώχθηκε όλο το χωριό και αναγκάστηκε να καταφύγει στην Ελλάδα.

Ιστορία 1914-1922

Μετά τον Βαλκανικό πόλεµο και το διωγµό του 1914, όπως είδαµε, οι κάτοικοι των χωριών αυτών αναγκάστηκαν να εκπατριστούν στο ελεύθερο ελληνικό κράτος. Αργότερα κάποιοι επέστρεψαν στα σπίτια τους στην Ανατολική Θράκη. Επειδή όµως η κατάσταση στη Θράκη µόνο ασφάλεια δεν ενέπνεε, οι άνθρωποι, όσο κι αν αγαπούσαν την πατρίδα τους, αναγκάστηκαν να φύγουν πάλι το 1918.

Όταν η Ανατολική Θράκη απελευθερώθηκε το 1920, πάλι ο πόθος της επιστροφής φούντωσε σε πολλούς. Δεν ήταν δυνατό να αφήσουν τα σπίτια τους, τα χωράφια τους, τα αµπέλια, τα απέραντα βοσκοτόπια, την αγαπηµένη, εϋφορη γη, τους τάφους των πατεράδων τους, τις εκκλησιές τους. Όµως άλλα ήταν γραφτό να γίνουν. Η µοίρα της Ανατολικής Θράκης µαύρη, οι βουλές των ισχυρών σκοτεινές, τα συµφέροντα µεγάλα' δεν καταλαβαίνουν από πατριωτισµούς, από συναισθήµατα, από δίκιο. Έτσι το 1922, οριστικά πια, έφυγαν οι Θρακιώτες από τη γενέθλια γη τους, διωγµένοι, πρόσφυγες κυνηγηµένοι, χωρίς να µπορούν να πάρουν τίποτα µαζί τους, παρά µόνο απελπισία, πόνο, µια εικόνα από την εκκλησιά, ένα µπόγο µε λιγοστά πράγµατα. Πήραν το µακρύ δρόµο της προσφυγιάς άλλοι µε κάρα κι άλλοι µε τα πόδια, θλιβερό καραβάνι από αµίλητους οδοιπόρους µε κουρελιασµένα ρούχα, µε κουρελιασµένες ψυχές ...

Οι πρόσφυγες από το Γενίκιο ψάχνοντας νέο τόπο εγκατάστασης στην ελεύθερη Ελλάδα, έφτασαν στην περιοχή του Κιλκίς. Βρήκαν µια καινούργια πατρίδα στον τόπο που βρίσκεται το σηµερινό χωριό, όπου προϋπήρχε ένας µικρός, σχεδόν εγκαταλειµµένος οικισµός, στο τσιφλίκι "Χασάνοβα". Διάλεξαν αυτήν την περιοχή για την εγκατάστασή τους διότι έµοιαζε µε την πατρίδα, το Γενίκιο. Εκτάσεις για καλλιέργειες αλλά και πολλά "τσατάκια" δηλαδή ρεµατιές και άγονες περιοχές που θα χρησίµευαν για βοσκοτόπια. Αγρότες, κτηνοτρόφοι, αµπελουργοί αλλά και ο µυλωνάς, ο σιδεράς, ο πεταλωτής, ο παπα-Αντώνης Αντωνιάδης που εφερε µαζί του το χρυσό Ευαγγέλιο και τα ασηµένια στέφανα της εκκλησιάς απ' την πατρίδα.